καλωσορίζω

καλωσορίζω
μετ. приветствовать; радостно встречать; поздравлять с приездом;

πήγαινε να τούς καλωσορίσεις — иди встреть их;

καλωσόρισες! добро пожаловать!

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καλωσορίζω" в других словарях:

  • καλωσορίζω — καλωσορίζω, καλωσόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλωσορίζω — 1. προσφωνώ κάποιον με τη φράση «καλώς όρισες» 2. εξέρχομαι για υποδοχή κάποιου, υποδέχομαι κάποιον που έρχεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. καλώς όρισες] …   Dictionary of Greek

  • καλωσορίζω — καλωσόρισα, καλωσορίστηκα, καλωσορισμένος, υποδέχομαι κάποιον, τον καλοδέχομαι: Όπου και να πήγαινε, όλοι τον καλωσόριζαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεξιούμαι — και δεξιώνομαι (AM δεξιοῦμαι, όομαι) χαιρετώ κάποιον σφίγγοντας το δεξί του χέρι του, καλωσορίζω νεοελλ. καλωσορίζω επίσημους προσκεκλημένους II (αρχ. φρ. 1 «δεξιοῦμαι θεοῑς» υψώνω το δεξί μου χέρι για να τιμήσω τους θεούς 2. «πυκνὴν ἄμυστιν… …   Dictionary of Greek

  • υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… …   Dictionary of Greek

  • δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • ενασπάζομαι — ἐνασπάζομαι (Α) δέχομαι με ευχαρίστηση, πρόθυμα, αποδέχομαι, υποδέχομαι, καλωσορίζω …   Dictionary of Greek

  • καλωσόρισμα — το [καλωσορίζω] η υποδοχή με τη φράση «καλώς όρισες» …   Dictionary of Greek

  • καλωσόριστος — η, ο [καλωσορίζω] αυτός που τόν καλωσορίζουν, που τόν υποδέχονται με φιλοφροσύνη, ευπρόσδεκτος …   Dictionary of Greek

  • ροσιλαρεύομαι — Α 1. φέρομαι με πραότητα, με προσήνεια 2. καλωσορίζω, υποδέχομαι ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἱλαρεύομαι «γίνομαι φαιδρός, ιλαρός, χαίρομαι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»